Το "quema" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ˈkema/
Η λέξη "quema" αναφέρεται στη διαδικασία της καύσης ή στον αποτέλεσμα της καύσης. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η γεωγραφία (σχετικά με δασικές πυρκαγιές), η πολιτική (αφορούν ακραίες διαμαρτυρίες), αλλά και γενικότερα στη ζωή για να περιγράψει τη διαδικασία της καύσης υλικών. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La quema de residuos es un problema ambiental.
(Η καύση αποβλήτων είναι ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα.)
Se reportó una quema en el bosque vecino.
(Αναφέρθηκε μια πυρκαγιά στο γειτονικό δάσος.)
"Estar en la quema" σημαίνει να είσαι σε μια δύσκολη κατάσταση ή να αντιμετωπίζεις προβλήματα.
(Να είσαι σε κατάσταση καύσης.)
"Hacer una quema de archivos" αναφέρεται σε διαδικασία αποβολής πληροφοριών ή αποθηκευμένου υλικού.
(Να κάνεις καύση αρχείων.)
Η λέξη "quema" προέρχεται από το ρηματικό τύπο "quemar", που σημαίνει "καίω", και έχει λατινικές ρίζες, από την λέξη "quema", που σχετίζεται με τη καύση και τη φωτιά.
Συνώνυμα: - combustión (καύση) - fuego (φωτιά)
Αντώνυμα: - extinción (καταστροφή) - refrigeración (ψύξη)