Το "quemadura" είναι ουσιαστικό.
/ske.maˈðu.ɾa/
Η λέξη "quemadura" αναφέρεται σε βλάβη του δέρματος ή των ιστών που προκαλείται από υψηλές θερμοκρασίες, χημικές ουσίες ή ηλεκτρικό ρεύμα. Χρησιμοποιείται συνήθως σε ιατρικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε καύσιμα που προκαλούνται από άλλες αιτίες.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή στον ιατρικό τομέα και σε καταστάσεις όπου οι άνθρωποι συζητούν για τραυματισμούς και προληπτικά μέτρα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, αλλά είναι επίσης συχνά στον προφορικό λόγο.
"La quemadura en su brazo necesitaba tratamiento."
(Το έγκαυμα στο χέρι του χρειαζόταν θεραπεία.)
"Después de la quemadura, se aplicó crema hidratante."
(Μετά το έγκαυμα, εφαρμόστηκε ενυδατική κρέμα.)
"Es importante protegerse de las quemaduras solares."
(Είναι σημαντικό να προστατεύεστε από τα ηλιακά εγκαύματα.)
Η λέξη "quemadura" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, δηλώνοντας δυσάρεστες καταστάσεις ή συνέπειες.
"No quiero quemaduras de sol en mis vacaciones."
(Δεν θέλω ηλιακά εγκαύματα στις διακοπές μου.)
"Esa experiencia fue una quemadura para mí."
(Αυτή η εμπειρία ήταν ένα έγκαυμα για μένα.) - χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει μια επώδυνη εμπειρία.
"Aprendí de la quemadura y ahora tengo cuidado."
(Έμαθα από το έγκαυμα και τώρα προσέχω.) - συμβολίζει την μάθηση από τα λάθη.
"Sufrir una quemadura emocional es complicado."
(Το να υποστείς ένα συναισθηματικό έγκαυμα είναι περίπλοκο.) - αναφέρεται σε ψυχολογική ή συναισθηματική βλάβη.
Η λέξη "quemadura" προέρχεται από το ρήμα "quemar", που σημαίνει "να καίει", που προέρχεται από τη Λατινική λέξη "camāre" που επίσης σημαίνει "να καίει".
Συνώνυμα: - Quemazón (υστέρηση/καύση) - Herida (πληγή)
Αντώνυμα: - Curación (θεραπεία) - Alivio (ανακούφιση)