Το "quemar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /keˈmaɾ/
Το "quemar" σημαίνει να προκαλείς φωτιά ή να καταστρέφεις κάτι με φωτιά. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά και με μεταφορικές έννοιες. Είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο ρήμα και βρίσκεται σε διάφορους τύπους προφορικής και γραπτής χρήσης. Ξεχωρίζει στον καθημερινό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και σε λογοτεχνικά κείμενα και επίσημες αναφορές.
Quemar cosas en la fogata es peligroso.
(Το κάψιμο πραγμάτων στη φωτιά είναι επικίνδυνο.)
No debes quemar documentos importantes.
(Δεν πρέπει να κάψεις σημαντικά έγγραφα.)
El sol puede quemar la piel si no usas protector solar.
(Ο ήλιος μπορεί να κάψει το δέρμα αν δεν χρησιμοποιείς αντηλιακό.)
Το "quemar" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Quemarse las pestañas
(Δαπανούν ώρες για να διαβάσουν ή να μαθαίνουν.)
Δηλαδή, κάποιος που μελετάει πολύ ή εργάζεται σκληρά μέχρι αργά τη νύχτα.
Είμαι quemándome las pestañas para el examen. (Δαπανούν ώρες για το διαγώνισμα.)
Quemar etapas
(Προχωρώ γρήγορα σε κάποια διαδικασία ή γεγονός.)
Πρέπει να dejar de quemar etapas si quieres tener éxito. (Πρέπει να σταματήσεις να προχωράς γρήγορα αν θέλεις να έχεις επιτυχία.)
Quemar un cartucho
(Χρησιμοποιώ τις τελευταίες δυνάμεις ή την τελευταία ευκαιρία.)
Hoy tengo que quemar un cartucho en el trabajo para terminar todo. (Σήμερα πρέπει να χρησιμοποιήσω τις τελευταίες δυνάμεις στη δουλειά για να τελειώσω τα πάντα.)
Η λέξη "quemar" προέρχεται από το λατινικό "cuminare", το οποίο σημαίνει να καίω.
Συνώνυμα: - Incinerar - Abrasar - Asar
Αντώνυμα: - Apagar (σβήνω) - Extinguir (κατασβήνω)