Το "quemarse" είναι ρήμα.
/ˈkem.aɾ.se/
Το "quemarse" σημαίνει "να καείς" ή "να κάψεις τον εαυτό σου" και αναφέρεται στη διαδικασία επιρροής ή προκαλούμενου τραυματισμού από φωτιά ή υψηλή θερμοκρασία. Στην ευρύτερη χρήση, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε κάποια κατάσταση παρακμής ή αφθονίας που υπερβαίνει τα όρια. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό λόγο, καθώς και σε γραπτά κείμενα, αλλά έχει μεγαλύτερη σύσταση στην καθημερινή γλώσσα.
Tengo que tener cuidado de no quemarme con el sol.
(Πρέπει να προσέχω να μην καώ από τον ήλιο.)
Si no te alejas del fuego, te vas a quemar.
(Αν δεν απομακρυνθείς από τη φωτιά, θα καείς.)
Ella se quemó el brazo al tocar la olla caliente.
(Αυτή έκαψε το χέρι της αγγίζοντας την καυτή κατσαρόλα.)
Το "quemarse" συναντάται και σε ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν συγκεκριμένες εννοιολογικές καταστάσεις:
"quemarse las pestañas"
(να καείς τις βλεφαρίδες) - σημαίνει να μελετήσεις πολύ.
Π.χ. Necesito quemarme las pestañas para pasar el examen.
(Πρέπει να μελετήσω πολύ για να περάσω την εξέταση.)
"quemarse por dentro"
(να καείς από μέσα) - σημαίνει να βιώνεις έντονα, συχνά αρνητικά συναισθήματα.
Π.χ. Me quemo por dentro de enojo.
(Καίγομαι από μέσα από τον θυμό.)
"quemarse en el intento"
(να καείς στη προσπάθεια) - σημαίνει να αποτύχεις σε κάτι που προσπαθείς.
Π.χ. A veces vale la pena quemarse en el intento.
(Κάποιες φορές αξίζει να αποτύχεις στην προσπάθεια.)
Το ρήμα "quemarse" προέρχεται από το λατινικό "quema", που σημαίνει "καίνε". Η σύνθεση του ρήματος περιλαμβάνει το "quemar" (να κάψεις) που είναι η βασική μορφή του ρήματος.
Συνώνυμα: - Calentarse (να θερμαινείς) - Abrasarse (να καείς)
Αντώνυμα: - Enfriarse (να κρυώσει) - Salvarse (να σωθεί)