Η λέξη "querencia" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "querencia" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /keɾɛnθia/ (στην Ισπανία) ή /keɾensia/ (σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "querencia" αναφέρεται σε έναν τόπο που οι άνθρωποι αισθάνονται ότι ανήκουν ή ότι είναι σπίτι τους. Είναι ένα έντονα συναισθηματικό και ιδιωτικό συναίσθημα που υποδηλώνει τόσο επιθυμία όσο και αγάπη για έναν συγκεκριμένο τόπο. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανόφωνων σε προφορικό και γραπτό λόγο, κυρίως στο πλαίσιο της λογοτεχνίας, της ποίησης και της τέχνης, αλλά και σε καθημερινές συζητήσεις.
"En mi país de origen, hay una querencia que siempre me hace volver."
(Στη χώρα καταγωγής μου, υπάρχει μια νοσταλγία που με κάνει πάντα να επιστρέφω.)
"La montaña es mi querencia, donde encuentro paz y tranquilidad."
(Το βουνό είναι ο αγαπημένος μου τόπος, όπου βρίσκω ειρήνη και ηρεμία.)
Η "querencia" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που προβάλλουν την έννοια του ψυχικού δεσίματος με έναν τόπο ή κατάσταση:
"Buscar un lugar de querencia es fundamental para la felicidad."
(Να βρεις έναν τόπο ασφάλειας είναι θεμελιώδες για την ευτυχία.)
"Siempre regreso a mi querencia cuando necesito reflexionar."
(Πάντα επιστρέφω στον αγαπημένο μου τόπο όταν χρειάζομαι να σκεφτώ.)
"En la casa de mi abuela, sentía una querencia especial."
(Στο σπίτι της γιαγιάς μου, ένιωθα μια ιδιαίτερη νοσταλγία.)
"La playa se ha convertido en mi querencia favorita."
(Η παραλία έχει γίνει ο αγαπημένος μου χώρος.)
Η λέξη "querencia" προέρχεται από το ρήμα "querer", που σημαίνει "να θέλεις" ή "να αγαπάς", σε συνδυασμό με το -encia, που δείχνει μια κατάσταση ή ποιότητα. Έτσι, η "querencia" υποδηλώνει μια κατάσταση ή ποιότητα του να αγαπάς ή να επιθυμείς κάτι.
Συνώνυμα: - hogar (σπίτι) - refugio (καταφύγιο) - lugar querido (αγαπημένος τόπος)
Αντώνυμα: - desarraigo (εκρίζωση) - desamparo (αβοήθητος τόπος) - rechazo (απόρριψη)