Η λέξη "quiete" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "quiete" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [ˈkje.te].
Η λέξη "quiete" αναφέρεται σε κατάσταση ή ηρεμίας, γαλήνης ή έλλειψης θορύβου. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε λογοτεχνικά ή επίσημα κείμενα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου υπάρχει έλλειψη έντασης ή διέγερσης.
Το σπίτι ήταν σε πλήρη ησυχία μετά την καταιγίδα.
Ella encontró quiete en el parque mientras leía su libro.
Αυτή βρήκε γαλήνη στο πάρκο ενώ διάβαζε το βιβλίο της.
Es importante encontrar momentos de quiete en nuestra vida cotidiana.
Η λέξη "quiete" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προκύψουν μερικές φράσεις που σχετίζονται με την έννοια της ηρεμίας:
Να αναζητούμε την ηρεμία σε δύσκολες εποχές.
La quiete que se siente al amanecer es única.
Η ηρεμία που αισθάνεσαι στο ξημέρωμα είναι μοναδική.
A veces, la acción no es la respuesta; a veces, la quiete lo es.
Η λέξη "quiete" προέρχεται από το λατινικό "quietus", που σημαίνει "ήσυχος" ή "ηρεμος".
Συνώνυμα: - calma - paz
Αντώνυμα: - ruido - tumulto