Ο όρος "quietud" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): [kjeˈtud]
Η λέξη "quietud" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να περιγράψει μια κατάσταση ηρεμίας ή αθόρυβης γαλήνης. Συνήθως, η λέξη αυτή απαντά σε γραπτό και προφορικό κείμενο, αν και στην καθημερινή ομιλία μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά από αντίστοιχες πιο κοινές λέξεις όπως "silencio" (σιωπή).
Η ησυχία του δάσους ήταν εντυπωσιακή.
A veces, necesito un momento de quietud para pensar claramente.
Μερικές φορές, χρειάζομαι μια στιγμή ησυχίας για να σκεφτώ καθαρά.
Encontramos la quietud en la meditación.
Στα ισπανικά, η "quietud" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ηρεμία:
Παράδειγμα: Ella siempre busca la quietud en la naturaleza.
Vivir en quietud
Παράδειγμα: Decidí vivir en quietud después de años de estrés.
La quietud de la noche
Παράδειγμα: La quietud de la noche me ayuda a dormir mejor.
Encontrar quietud en el caos
Η λέξη "quietud" προέρχεται από τη λατινική "quietudo," που σημαίνει ησυχία ή γαλήνη. Συνδέεται με το ρήμα "quiescere," που σημαίνει "να ηρεμείς."
Συνώνυμα: - sosiego (ηρεμία) - calma (ηρεμία) - tranquilidad (ηρεμία)
Αντώνυμα: - ruido (θόρυβος) - agitación (αναταραχή) - turbulencia (ταραχή)