Η λέξη "quilla" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈki.ʎa/
Η λέξη "quilla" αναφέρεται σε διάφορες έννοιες, ανάλογα με το πλαίσιο χρήσης της. Στον ναυτικό τομέα, σημαίνει το τμήμα του σκάφους που βρίσκεται χαμηλά κατά μήκος του ίδιου του σκάφους και διαμορφώνει τη βάση του. Στον ιατρικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται στην πλευρά του σώματος, περισσότερο ως αναφορά στην ανατομία. Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει, αλλά είναι πιο συνηθισμένη στον γραπτό λόγο όταν αναφέρεται σε τεχνικούς τομείς.
La quilla del barco es esencial para su estabilidad.
Η κιθάρα του σκάφους είναι απαραίτητη για τη σταθερότητά του.
El médico explicó que la quilla de la espalda puede causar dolor.
Ο γιατρός εξήγησε ότι το κέλυφος της πλάτης μπορεί να προκαλέσει πόνο.
La quilla de un submarino ayuda a mantener la profundidad.
Η κιθάρα ενός υποβρυχίου βοηθά στη διατήρηση του βάθους.
Η λέξη "quilla" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar en la quilla.
Να είσαι σε δύσκολη κατάσταση.
Είμαι σε δύσκολη κατάσταση αυτή τη στιγμή.
(Estoy en la quilla ahora mismo.)
Poner quilla.
Να θέτεις μια σταθερή βάση ή να παγιώνεις κάτι.
Πρέπει να βάλεις κιθάρα στο σχέδιο αν θες να πετύχεις.
(Debes poner quilla en el plan si quieres tener éxito.)
Tener quilla firme.
Να είσαι σταθερός και σίγουρος στις αποφάσεις σου.
Πρέπει να έχεις κιθάρα firme σε δύσκολες στιγμές.
(Debes tener quilla firme en momentos difíciles.)
Η λέξη "quilla" προέρχεται από το λατινικό "cella", που σημαίνει "κατασκευή" ή "βάση".