Η λέξη quincena είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης quincena με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι:
/quinˈθena/ (στις ισπανόφωνες χώρες όπου προφέρεται το /θ/ όπως στη Μαδρίτη)
ή
/kinˈsena/ (στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη quincena αναφέρεται σε μία περίοδο 15 ημερών ή σε κάποιο γεγονός που διαρκεί 15 ημέρες. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους λογαριασμούς πληρωμών ή τις μισθοδοσίες, οι οποίες καταβάλλονται κάθε 15 ημέρες. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αλλά ενδέχεται να ακούγεται και σε προφορικές συνομιλίες, κυρίως σε οικονομικά ή δικαστικά θέματα.
El alquiler se paga cada quincena.
(Το ενοίκιο πληρώνεται κάθε δεκαπενθήμερο.)
Durante la quincena, muchos empleados reciben su salario.
(Κατά τη διάρκεια του 15ημέρου, πολλοί υπάλληλοι λαμβάνουν τον μισθό τους.)
La próxima quincena será más tranquila en la oficina.
(Η επόμενη δεκαπενθήμερη περίοδος θα είναι πιο ήρεμη στο γραφείο.)
Αναφέρεται στη λήψη μισθού.
Hacer cuentas cada quincena.
(Να κάνεις λογαριασμούς κάθε δεκαπενθήμερο.)
Εννοεί την τακτική παρακολούθηση οικονομικών.
Esperar la quincena con entusiasmo.
(Να περιμένεις το δεκαπενθήμερο με ενθουσιασμό.)
Αναφέρεται στην ανυπομονησία για τη μισθοδοσία.
La quincena de vacaciones es muy esperada.
(Η δεκαπενθήμερη άδεια είναι πολύ αναμενόμενη.)
Χρησιμοποιείται σε σχέση με τις άδειες από την εργασία.
Recibir un bono en la quincena.
(Να λάβεις ένα μπόνους στη δεκαπενθήμερη πληρωμή.)
Η λέξη quincena προέρχεται από το λατινικό quindecim, που σημαίνει "δεκαπέντε".
Συνώνυμα:
decena (δωδεκάδα - αν και αναφέρεται σε 10 μέρες, μπορεί να χρησιμοποιείται σε ορισμένα συμφραζόμενα),
período de dos semanas (περίοδος δύο εβδομάδων).
Αντώνυμα:
mensual (μηνιαίος),
diario (ημερήσιος)