Η λέξη "quiniela" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[kinjeˈla]
Η "quiniela" αναφέρεται σε ένα είδος στοιχηματισμού, κυρίως στη Λατινική Αμερική, όπου οι παίκτες προβλέπουν τα αποτελέσματα αγώνων (συνήθως ποδοσφαίρου). Οι παίκτες επιλέγουν ποια ομάδα θα κερδίσει ή αν θα υπάρξει ισοπαλία. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορική και γραπτή γλώσσα, ιδίως σε αθλητικά και τυχερά παιχνίδια.
"Hoy voy a jugar la quiniela para el partido de fútbol."
"Σήμερα θα παίξω το κουπόνι για τον ποδοσφαιρικό αγώνα."
"La quiniela se volvió muy popular en Argentina."
"Η κουπονιέρα έγινε πολύ δημοφιλής στην Αργεντινή."
"Gané con la quiniela esta semana."
"Κέρδησα με το κουπόνι αυτή την εβδομάδα."
"Tirar la quiniela."
"Να ρίξεις το κουπόνι." (σημαίνει να συμμετέχεις σε στοιχήματα)
"No estoy en la quiniela."
"Δεν είμαι στο κουπόνι." (σημαίνει ότι κάποιος δεν έχει πιθανότητες νίκης ή συμμετοχής)
"Hacer una quiniela con los amigos."
"Να κάνεις ένα κουπόνι με τους φίλους." (σημαίνει να στοιχηματίσεις μαζί με άλλους)
"La suerte está echada, ya hice mi quiniela."
"Η τύχη έχει κριθεί, ήδη έκανα το κουπόνι μου."
"Perdí mi inversión en la quiniela."
"Εχασε την επένδυσή μου στο κουπόνι."
Η λέξη "quiniela" προέρχεται πιθανώς από το ιταλικό "quini" που σημαίνει "δύο", συνδυάζοντας το στοιχείο του τζόγου με την πρόβλεψη για τους αγώνες.
Συνώνυμα: - στοίχημα - τζόγος
Αντώνυμα: - σιγουριά - επιτυχία χωρίς στοιχήματα