Η λέξη "quiosco" είναι ένα ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [ˈkjosko]
Η λέξη "quiosco" αναφέρεται σε έναν μικρό χώρο ή εξωτερικό κτίριο, συνήθως ανοιχτό, όπου πωλούνται εφημερίδες, περιοδικά, σνακ και άλλα προϊόντα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανών στο πλαίσιο δημόσιων χώρων όπως πλατείες ή πάρκα. Οι "quioscos" μπορούν να είναι και χώροι αναψυχής, όπου οι άνθρωποι μπορούν να καθίσουν και να απολαύσουν ένα ποτό ή φαγητό. Οι χρήσεις της λέξης είναι πιο συχνές σε προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και στο γραπτό κείμενο.
"Fui al quiosco a comprar un periódico."
(Πήγα στο περίπτερο να αγοράσω μια εφημερίδα.)
"El quiosco en la plaza vende helados."
(Το περίπτερο στην πλατεία πουλάει παγωτά.)
"Puedes sentarte en el quiosco y disfrutar del paisaje."
(Μπορείς να καθίσεις στο κιόσκι και να απολαύσεις τη θέα.)
Η λέξη "quiosco" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε προτάσεις που περιγράφουν κοινωνικές ή καθημερινές δραστηριότητες.
"Pasé tiempo en el quiosco con amigos."
(Πέρασα χρόνο στο περίπτερο με φίλους.)
"El quiosco es un buen lugar para reunirse."
(Το περίπτερο είναι ένα καλό μέρος για να συγκεντρωθούμε.)
"Voy al quiosco para comprar algo de comer."
(Πηγαίνω στο περίπτερο για να αγοράσω κάτι να φάω.)
Η λέξη "quiosco" προέρχεται από την τουρκική λέξη "kiosk" και εισήλθε στη ισπανική γλώσσα μέσω των γαλλικών, όπου είχε παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - puesto (πάγκος) - stand (σταντ)
Αντώνυμα: - tienda (κατάστημα) - supermercado (σούπερ μάρκετ)