Η λέξη "quitar" σημαίνει "αφαιρώ", "βγάζω" ή "ξεφεύγω". Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών σε ποικιλία πλαισίων, είτε γραπτού είτε προφορικού λόγου, συχνά με την έννοια της αφαίρεσης κάτι από ένα μέρος ή μια κατάσταση. Είναι μια κοινή λέξη με συχνή χρήση σε καθημερινές συνομιλίες.
Θέλω να αφαιρέσω το τραπέζι μετά το δείπνο.
¿Puedes quitar el polvo de los estantes, por favor?
Η λέξη "quitar" απαντά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Αυτός ο θόρυβος δεν με αφήνει να κοιμηθώ."
Quitar de en medio
"Θα πρέπει να τον απομακρύνουμε για να μπορέσουμε να μιλήσουμε."
Quitarse de la cabeza
Η λέξη "quitar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "quitare", το οποίο σημαίνει "να απαλαγείς" ή "να βγάλεις".
Αυτή είναι μια συνοπτική παρουσίαση της λέξης "quitar" με τις σχετικές πληροφορίες και παραδείγματα.