Η λέξη "rabillo" είναι ουσιαστικό.
/raˈβiʎo/
Η λέξη "rabillo" αναφέρεται συνήθως στο "κοτσάνι", δηλαδή το μέρος του φυτού που συνδέει τον καρπό ή το λουλούδι με τον κορμό του φυτού. Χρησιμοποιείται κυρίως στην βοτανική αλλά και σε γενικούς ή αναλογικούς συλλογισμούς.
Στην καθημερινή γλώσσα, η χρήση του "rabillo" δεν είναι πολύ συνηθισμένη, αλλά μπορεί να γίνει αντιληπτή πιο συχνά στον προφορικό λόγο ανάμεσα σε ανθρώπους που ασχολούνται με φυτά ή κηπουρική.
El rabillo de la flor se marchitó después del invierno.
(Το κοτσάνι του λουλουδιού μαράθηκε μετά τον χειμώνα.)
Corta el rabillo de la planta antes de trasplantarla.
(Κόψε το κοτσάνι της φυτάς πριν τη μεταφύτευση.)
Η λέξη "rabillo" δεν είναι συνήθως παρούσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε μεταφορικές φράσεις.
Tener el rabillo del ojo.
(Να έχεις την άκρη του ματιού σου.)
Используется για να δηλώσουμε ότι παρακολουθούμε κάτι κρυφά ή περιμένουμε κάτι.
Poner el rabillo a la vista.
(Να βάζεις κάτι στην άκρη για να το δείς.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε ότι φέρνουμε κάτι στο προσκήνιο όσα αφορά το παρελθόν μας.
Η λέξη "rabillo" προέρχεται από τη μεσαία ισπανική λέξη "rabill", που σημαίνει "μικρό κοτσάνι" ή "μικρό ραβδί", και συνδέεται με το "rabo", που σημαίνει "ουρά".
Συνώνυμα: - κοτσάνι - ραβδί
Αντώνυμα: - κορμός (σε σχέση με την βασική δομή του φυτόυ)
Αυτές οι λέξεις μπορεί να διαφέρουν σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα, αλλά γενικά εξυπηρετούν παρόμοιες έννοιες.