Rabioso είναι επίθετο.
/raˈβjoso/
Η λέξη rabioso χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι σε κατάσταση έντονου θυμού ή επιθετικότητας. Στη ιατρική, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια κατάσταση λυσσασμένης ή υστερικής συμπεριφοράς. Στην καθημερινή χρήση, μπορεί να έχει ποικιλότροπες εφαρμογές και χρησιμοποιείται και σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά σε γραπτά συμφραζόμενα.
El perro estaba rabioso y no dejaba que nadie se acercara.
(Ο σκύλος ήταν λυσσασμένος και δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει.)
Su rabioso discurso provocó una gran controversia.
(Η οργισμένη ομιλία του προκάλεσε μεγάλη διαμάχη.)
Esa persona está rabiosa de envidia porque no recibió el reconocimiento que merecía.
(Αυτή η προσωπικότητα είναι οργισμένη από ζήλια επειδή δεν έλαβε την αναγνώριση που άξιζε.)
Estar rabioso como una fiera
(Να είσαι οργισμένος σαν άγριο ζώο)
Cuando se enteró de la traición, estaba rabioso como una fiera.
(Όταν έμαθε για την προδοσία, ήταν οργισμένος σαν άγριο ζώο.)
Rabioso en el tráfico
(Οργισμένος στην κίνηση)
Η λέξη rabioso προέρχεται από το λατινικό "rabiosus", που σημαίνει "θυμωμένος" ή "λήθαργος". Επίσης, σχετίζεται με την ρίζα "rabere", που σημαίνει "να είναι θυμωμένος" ή "να χάνει την αυτοσυγκράτησή του".
Συνώνυμα: - Colérico - Furioso - Encolerizado
Αντώνυμα: - Sereno - Tranquilo - Calmo