Racha είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /ˈra.tʃa/
Η λέξη racha στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται σε μια σειρά ή διαδοχή γεγονότων ή καταστάσεων, συνήθως χαρακτηρισμένη από μια συγκεκριμένη ποιότητα. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τις καλές ή κακές περιόδους, όπως μια "καλή ροή" ή μια "κακή σειρά". Συχνά απαντάται στον προφορικό λόγο.
En este mes hemos tenido una buena racha.
(Αυτόν τον μήνα είχαμε μια καλή ροή.)
La racha de malas noticias no parece terminar.
(Η σειρά κακών ειδήσεων δεν φαίνεται να τελειώνει.)
Siempre me toca la racha de la mala suerte.
(Πάντα μου συμβαίνει η ροή της κακής τύχης.)
Αυτό σημαίνει να βρίσκεσαι σε μια περίοδο ευτυχίας ή επιτυχίας.
Romper la racha.
(Να σπάσεις τη ροή.)
Αναφέρεται στην διακοπή πρόσφατης επιτυχίας ή θετικών εξελίξεων.
Tener una racha de suerte.
(Να έχεις μια ροή τύχης.)
Αυτό σημαίνει να βιώνεις μια περίοδο καλής τύχης.
Estar en la racha de ganar.
(Να είσαι στη ροή νικών.)
Αφορά μια περίοδο όπου κάποιος κερδίζει συνεχώς.
Pasar una mala racha.
(Να περνάς μια κακή ροή.)
Δεν αναφέρεται σε μια δύσκολη περίοδο στη ζωή κάποιου.
Tener una racha de fracasos.
(Να έχεις μια ροή αποτυχιών.)
Η λέξη racha προέρχεται από τη λατινική λέξη "rapia", που σημαίνει "τα διαλείμματα" ή "οι σειρές".
Συνώνυμα: - Secuencia (ακολουθία) - Serie (σειρά) - Corriente (ροή)
Αντώνυμα: - Interruptor (διακοπή) - Desconexión (αποσύνδεση) - Aislamiento (απομόνωση)