racial - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

racial (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/ˈreɪ.ʃəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "racial" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τις φυλές, ιδιαίτερα στο πλαίσιο διαφορών που αφορούν την καταγωγή, την εθνοτική προέλευση ή την πολιτιστική ταυτότητα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε κοινωνιολογικά και ιατρικά πλαίσια που αφορούν τη μελέτη ή τις διακρίσεις σχετικά με τις φυλές. Η συχνότητά της είναι υψηλή σε ακαδημαϊκά κείμενα, μελέτες κοινωνικών επιστημών και σε διαλόγους που αφορούν φυλετικές σχέσεις. Χρησιμοποιείται και στο γραπτό και στον προφορικό λόγο, αν και πιθανόν η χρήση της να είναι πιο συχνή στα γραπτά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El problema racial sigue siendo un tema candente en muchas sociedades.
    Το φυλετικό πρόβλημα παραμένει ένα καυτό θέμα σε πολλές κοινωνίες.

  2. Las políticas raciales deben ser revisadas para promover la igualdad.
    Οι φυλετικές πολιτικές πρέπει να αναθεωρηθούν για να προωθήσουν την ισότητα.

  3. El estudio racial revela diferencias significativas en la salud entre grupos étnicos.
    Η φυλετική μελέτη αποκαλύπτει σημαντικές διαφορές στη υγεία μεταξύ εθνοτικών ομάδων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "racial" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που θίγουν ζητήματα φυλής και φυλετικών σχέσεων.

  1. Tensiones raciales han surgido en diversas comunidades a lo largo de la historia.
    Φυλετικές εντάσεις έχουν προκύψει σε πολλές κοινότητες κατά τη διάρκεια της ιστορίας.

  2. Los conflictos raciales son un desafío para la cohesión social.
    Οι φυλετικές συγκρούσεις είναι μια πρόκληση για τη κοινωνική συνοχή.

  3. La discriminación racial debe ser denunciada y combatida.
    Η φυλετική διάκριση πρέπει να καταγγελθεί και να αγωνίζεται.

  4. Las relaciones raciales en Estados Unidos han evolucionado significativamente.
    Οι φυλετικές σχέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εξελιχθεί σημαντικά.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "racial" προέρχεται από τη λέξη "race," που προέρχεται από το παλαιό γαλλικό "race," το οποίο με τη σειρά του έχει ρίζες στο ιταλικό "razza" και το λατινικό "radix," το οποίο σημαίνει "ρίζα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Étnico (εθνοτικός) - Grupo (ομαδικός, στην ταξινόμηση)

Αντώνυμα: - Universal (καθολικός) - General (γενικός)

Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ενδελεχή κατανόηση της λέξης "racial" και της χρήσης της.



23-07-2024