Η λέξη "radar" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "radar" στα ισπανικά είναι: /ˈɾa.ðaɾ/
Η λέξη "radar" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "ραντάρ".
Η λέξη "radar" αναφέρεται σε μια τεχνολογία που χρησιμοποιεί ραδιοκύματα για την ανίχνευση και την παρακολούθηση αντικειμένων, κυρίως σε στρατιωτικές και πολιτικές εφαρμογές, καθώς και στη φυσική για τη μελέτη και ανίχνευση αντικειμένων που βρίσκονται σε κίνηση. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, αλλά και σε καθημερινές συνομιλίες όταν αναφέρεται σε πτήσεις ή άλλες εφαρμογές ανίχνευσης.
El radar militar detectó el avión enemigo.
(Το στρατιωτικό ραντάρ ανίχνευσε το εχθρικό αεροπλάνο.)
Los profesionales utilizan el radar para guiar a las embarcaciones.
(Οι επαγγελματίες χρησιμοποιούν το ραντάρ για να καθοδηγήσουν τα πλοία.)
Η λέξη "radar" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε περιγραφές που σχετίζονται με ανίχνευση ή προσοχή σε κάτι.
Ελληνική μετάφραση: Να παρακολουθείς κάτι, να το έχεις στην προσοχή σου.
Pasar bajo el radar.
(Να περάσει κάτω από το ραντάρ.)
Ελληνική μετάφραση: Να συμβεί κάτι χωρίς να γίνει αντιληπτό.
Mantenerse en el radar.
(Να παραμένεις στο ραντάρ.)
Η λέξη "radar" προέρχεται από το αγγλικό ακρωνύμιο "RAdio Detection And Ranging", που σημαίνει "Ανίχνευση και Καθορισμός Με τη Χρήση Ραδιοκυμάτων".
Συνώνυμα: Εντοπιστής, ανιχνευτής.
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για αυτή τη λέξη, αλλά μπορεί να αναφερθεί ο "αντι-ραντάρ" σε στρατηγικές κατά της ανίχνευσης.