Το "radiador" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ra.ðj.a.ðor/.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη "radiador" αναφέρεται κυρίως σε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση ενός χώρου, μεταφέροντας θερμότητα μέσω νερού ή αέρα. Χρησιμοποιείται και σε τεχνικά πεδία για διαφορετικούς τύπους ράδιο συσκευών. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή, ειδικά κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, και χρησιμοποιείται συχνότερα στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα.
Ο θερμαντήρας είναι αναμμένος για να ζεστάνει το δωμάτιο.
Necesitamos arreglar el radiador antes de que llegue el invierno.
Πρέπει να επισκευάσουμε τον θερμαντήρα πριν φτάσει ο χειμώνας.
El radiador no funciona correctamente; creo que hay una fuga.
Η λέξη "radiador" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και η χρήση της δεν είναι τόσο ευρεία όπως άλλες λέξεις. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που την περιλαμβάνουν:
Να ζεσταίνεις με τον θερμαντήρα είναι πιο αποδοτικό από το να χρησιμοποιείς σόμπα.
Siempre tengo frío, así que me siento cerca del radiador.
Πάντα έχω κρύο, γι' αυτό κάθομαι κοντά στον θερμαντήρα.
El radiador de mi coche se sobrecalienta a menudo.
Ο θερμαντήρας του αυτοκινήτου μου υπερθερμαίνεται συχνά.
Me gusta poner la ropa húmeda cerca del radiador para que se seque.
Η λέξη "radiador" προέρχεται από το λατινικό "radiātor", που σημαίνει "αυτός που εκπέμπει" ή "αυτός που ακτινοβολεί", αναφερόμενη στην ικανότητά του να μεταφέρει θερμότητα.
Συνώνυμα: - calefactor (θερμαντήρας) - calentador (θερμαντήρας)
Αντώνυμα: - enfriador (ψυγείο)
Η λέξη "radiador" είναι σημαντική τόσο σε καθημερινές όσο και σε τεχνικές συζητήσεις, και η χρήση της ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο.