Η λέξη "radiante" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "radiante" είναι [raˈðjante] σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "radiante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που εκπέμπει φως ή ενέργεια, ή που έχει μια έντονη και ευχάριστη παρουσία. Στην καθημερινή χρήση της ισπανικής γλώσσας, εμφανίζεται σε ποικιλία πλαίσιων, όπως η περιγραφή ενός προσώπου ή μιας κατάστασης.
Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή σε γραπτές περιγραφές.
La sonrisa de María era radiante.
(Το χαμόγελο της Μαρίας ήταν ακτινοβόλο.)
El sol brillaba de manera radiante en el cielo.
(Ο ήλιος έλαμψε με ακτινοβόλο τρόπο στον ουρανό.)
El vestido que llevaba era de un color radiante.
(Το φόρεμα που φορούσε ήταν σε ένα ακτινοβόλο χρώμα.)
Η λέξη "radiante" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ομορφιά και τη φωτεινότητα:
Ser el centro radiante de atención.
(Να είσαι το ακτινοβόλο κέντρο της προσοχής.)
Dejar una sonrisa radiante.
(Να αφήνεις ένα ακτινοβόλο χαμόγελο.)
Tener una personalidad radiante.
(Να έχεις μια ακτινοβόλο προσωπικότητα.)
El radiante brillo de su éxito.
(Η ακτινοβόλος λάμψη της επιτυχίας του.)
Η λέξη "radiante" προέρχεται από το λατινικό "radians", που σημαίνει "ακτινοβολώντας". Ειδικότερα, προέρχεται από τη ρίζα "radius" που σημαίνει "ακτίνα".
Συνώνυμα: - Luminoso (φωτεινός) - Resplandeciente (λαμπερός)
Αντώνυμα: - Opaco (θαμπός) - Oscuro (σκοτεινός)