Το "radical" είναι επίθετο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό σε ορισμένα συμφραζόμενα.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈra.ði.kal/
Η λέξη "radical" χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς και σημαίνει "βασικός" ή "ριζικός" σε σχέση με την ανάγκη ή την κατάσταση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει έννοιες που αφορούν ριζικές αλλαγές ή ριζοσπαστικά κινήματα σε πολιτικό ή κοινωνικό πλαίσιο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "radical" είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό κείμενο, αν και μπορεί επίσης να ακουστεί σε προφορικό λόγο.
"El cambio radical en la política fue inesperado."
(Η ριζική αλλαγή στην πολιτική ήταν απρόσμενη.)
"Necesitamos soluciones radicales para el problema ambiental."
(Χρειαζόμαστε ριζικές λύσεις για το περιβαλλοντικό πρόβλημα.)
"El grupo radical busca transformar la sociedad."
(Η ριζοσπαστική ομάδα επιδιώκει να μεταμορφώσει την κοινωνία.)
"Coger el toro por los cuernos de manera radical."
(Να πιάσεις τον ταύρο από τα κέρατα με ριζικό τρόπο.) - να αντιμετωπίσεις μια κατάσταση με αποφασιστικότητα.
"Tomar medidas radicales."
(Να λάβεις ριζικά μέτρα.) - να εφαρμόσεις αυστηρά ή σοβαρά μέτρα για την επίλυση ενός προβλήματος.
"Radicalizarse en sus ideas."
(Να ριζοσπαστικοποιηθείς στις ιδέες σου.) - να γίνεις πιο ακραίος στις πεποιθήσεις ή απόψεις σου.
"Hacer un cambio radical."
(Να κάνεις μια ριζική αλλαγή.) - να κάνεις μια πολύ σημαντική και δραστική αλλαγή.
Η λέξη "radical" προέρχεται από το λατινικό "radicalis," που σημαίνει "από τη ρίζα." Η έννοια συνδέεται με τη βασική φύση ή την αρχή ενός γεγονότος, ιδέας ή κατάστασης.
Συνώνυμα: - ριζικός - ριζοσπαστικός - θεμελιώδης
Αντώνυμα: - επιφανειακός - ελαφρύς - ήπιος
Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε τη χρήση και την έννοια της λέξης "radical" στη γλώσσα Ισπανικά, καθώς και τη σημασία της στις γλωσσικές και πολιτικές συζητήσεις.