Η λέξη "rallado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "rallado" είναι /raˈjaðo/.
Η λέξη "rallado" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - Τριμμένο - Ξυσμένο
Η λέξη "rallado" προέρχεται από το ρήμα "rallar", που σημαίνει να τρίβουμε ή να ξύνουμε κάτι, συνήθως τρόφιμα όπως το τυρί ή τα λαχανικά. Χρησιμοποιείται συχνά στη μαγειρική για να περιγράψει την κατάσταση των τροφίμων που έχουν υποστεί διαδικασία τριψίματος. Στη γλώσσα των Ισπανόφωνων, η χρήση της είναι κοινή και μπορεί να αναγνωριστεί σε προφορικό και γραπτό λόγο, συχνά σε συνταγές ή όταν μιλάμε για το μαγείρεμα.
"Me gusta el queso rallado en la pasta."
"Μου αρέσει το τριμμένο τυρί στα ζυμαρικά."
"Ella preparó una ensalada con zanahorias ralladas."
"Αυτή ετοίμασε μια σαλάτα με τριμμένες καρότες."
"Necesitamos limón rallado para el postre."
"Χρειαζόμαστε ξυσμένο λεμόνι για το επιδόρπιο."
"Estar rallado" - εννοεί να είναι κάποιος σε κατάσταση αγανάκτησης ή πίεσης.
"Desde que empezó el examen, estoy rallado."
"Από τότε που άρχισε η εξέταση, είμαι τριμμένος."
"Rallar la guitarra" – αναφέρεται στο να παίζεις κιθάρα με πολύ ενθουσιασμό ή πάθος.
"Hoy voy a rallar la guitarra en la fiesta."
"Σήμερα θα παίξω κιθάρα με πάθος στη γιορτή."
"Rallar en lugar de reír" – σημαίνει να παραπονιέσαι αντί να διασκεδάζεις.
"Deberías dejar de rallar en lugar de reír y disfrutar."
"Πρέπει να σταματήσεις να παραπονιέσαι αντί να γελάς και να απολαμβάνεις."
Η λέξη "rallado" προέρχεται από το ρήμα "rallar", το οποίο έχει λατινικές ρίζες (rādere), το οποίο σημαίνει "ξύσιμο".
Grated (τριμμένος)
Αντώνυμα: