Η λέξη "rama" στα Ισπανικά σημαίνει "κλάδος" ή "σκέλος", και μπορεί να αναφέρεται σε ένα κομμάτι ή κλάδο φυτού, σε ένα τμήμα ενός οργανισμού ή σε μια κατηγορία ή υποκατηγορία σε διάφορους τομείς. Χρησιμοποιείται με μέτρια συχνότητα στη γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε κείμενα που σχετίζονται με τη φύση, την επιστήμη και την τεχνολογία.
Ο κλάδος του δέντρου είναι πολύ παχύς.
El científico estudia una rama de la biología.
Ο επιστήμονας μελετά μια κλάδο της βιολογίας.
Puedes cortar esa rama para hacer espacio.
Η λέξη "rama" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που βρίσκεται σε αβέβαιη ή ενστικτώδη κατάσταση.
Ramificaciones de un problema.
Αναφέρεται στις διάφορες πτυχές ή συνέπειες ενός ζητήματος.
Tener varias ramas en su vida.
Υποδηλώνει ότι κάποιος έχει πολλές ενδιαφέροντα ή κατευθύνσεις στη ζωή του.
Buscar una rama de conocimiento.
Η λέξη "rama" προέρχεται από το λατινικό "ramus," που σημαίνει "κλάδος" ή "σκέλος." Η χρήση της έχει διατηρηθεί με την ίδια έννοια σε πολλές ρομανικές γλώσσες.
ramificación (κλαδί)
Αντώνυμα: