"Ramal" είναι ουσιαστικό.
/raˈmal/
Η λέξη "ramal" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα παρακλάδι ή μια διαδρομή που απομακρύνεται από έναν κύριο δρόμο, γραμμή ή διαδικασία. Ο όρος είναι συχνά χρησιμοποιούμενος σε τομείς σαν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, την μηχανική και την οικονομία. Στη γλώσσα των επιχειρήσεων, μπορεί να σημαίνει και έναν υποτομέα ή ένα τμήμα δραστηριότητας που σχετίζεται με έναν κύριο τομέα.
El ramal del tren hacia el sur es muy concurrido.
(Το παρακλάδι του τρένου προς το νότο είναι πολύ πολυσύχναστο.)
Necesitamos analizar el ramal de producción para mejorar la eficiencia.
(Χρειαζόμαστε να αναλύσουμε το παρακλάδι παραγωγής για να βελτιώσουμε την αποδοτικότητα.)
El ramal de la carretera que conecta las dos ciudades está siendo reparado.
(Το παρακλάδι του δρόμου που συνδέει τις δύο πόλεις επισκευάζεται.)
Η λέξη "ramal" δεν φαίνεται να έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφερθεί σε εκφράσεις που σχετίζονται με διακλαδώσεις ή εναλλακτικές επιλογές.
Αυτό σημαίνει ότι αλλάζεις θέμα ή κατεύθυνση στη συζήτηση.
Tomar un ramal en la vida.
(Να πάρεις ένα παρακλάδι στη ζωή.)
Αναφέρεται σε μια εναλλακτική πορεία ή απόφαση στη ζωή.
El ramal de mi carrera ha cambiado con el tiempo.
(Το παρακλάδι της καριέρας μου έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου.)
Η λέξη "ramal" προέρχεται από το ισπανικό "rama", που σημαίνει "κλάδος", με την προσθήκη του επιθηματικού "-al", το οποίο δηλώνει σχέση ή συνάφεια.
Ελπίζω αυτές οι πληροφορίες να είναι χρήσιμες!