Η λέξη "ramera" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [raˈme.ɾa]
Η λέξη "ramera" στα ισπανικά συχνά αναφέρεται σε μια γυναίκα που είναι ηθικά ή κοινωνικά κατακριτέα, κάποιον που κάνει προκλητικές ή ανήθικες πράξεις, οι οποίες συχνά σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "ramera" δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κοινωνικά στρώματα ή με περιεχόμενο που σχετίζεται με την κριτική της κοινωνικής συμπεριφοράς.
Ella es considerada una ramera por su comportamiento.
(Αυτή θεωρείται μια κατεργάρισσα για τη συμπεριφορά της.)
No deberías llamarla ramera, todos cometemos errores.
(Δεν θα έπρεπε να την αποκαλείς κατεργάρισσα, όλοι κάνουμε λάθη.)
Η λέξη "ramera" μπορεί να συνδυαστεί σε αρκετές φράσεις που αναφέρονται σε προκλητικές ή ανήθικες συμπεριφορές. Ακολουθούν ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
No seas ramera en tu vida, siempre hay una manera digna de actuar.
(Μη γίνεσαι κατεργάρισσα στη ζωή σου, πάντα υπάρχει μια αξιοπρεπής τρόπος να ενεργείς.)
La actitud ramera de algunos políticos ha decepcionado a los votantes.
(Η προκλητική στάση ορισμένων πολιτικών έχει απογοητεύσει τους ψηφοφόρους.)
Aceptar eso es ser una ramera de la sociedad.
(Το να το αποδεχτείς αυτό είναι να είσαι κατεργάρισσα της κοινωνίας.)
Η λέξη "ramera" προέρχεται από την ισπανική λέξη "rama" που σημαίνει "κλαδί", καθώς μπορεί να υπαινίσσεται την ιδέα της περιστροφής ή της διασποράς, σε σχέση με ανήθικες συμπεριφορές. Η προσθήκη της κατάληξης -era υποδηλώνει μια κατάσταση ή μια τάση που σχετίζεται με τη ρίζα.