Ramo είναι ουσιαστικό (sustantivo) στα Ισπανικά.
/ˈramo/
Η λέξη ramo αναφέρεται κυρίως σε ένα κλαδί ή αναλογία. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει είτε ένα φυσικό στοιχείο, όπως ο κλάδος ενός δέντρου, είτε με μεταφορική έννοια, όπως σε διάφορους τομείς ή κλάδους εργασίας. Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει τομέα ή κλάδο της οικονομίας ή της επιστήμης.
Η χρήση της λέξης ramo είναι αρκετά συχνή και μπορεί να εμφανίζεται εξίσου σε προφορικό και γραπτό λόγο.
En la universidad, estudiaré la rama de ingeniería.
Στο πανεπιστήμιο, θα σπουδάσω τον κλάδο της μηχανικής.
El ramo de flores es un hermoso regalo.
Το μάτσο λουλουδιών είναι ένα όμορφο δώρο.
Η λέξη ramo χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Estar en el mismo ramo
Να βρισκόμαστε στον ίδιο κλάδο.
Αυτό σημαίνει ότι δύο ή περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται ή είναι εμπλεκόμενοι σε παρόμοιους τομείς ή επαγγελματικά ενδιαφέροντα.
Dar un ramo
Να δώσει ένα κλαδί (ή μάτσο λουλούδια).
Χρησιμοποιείται συνήθως σε περίπτωση δώρου, οπότε μπορεί να αναφέρεται σε μια πράξη πλαστής ευπρέπειας.
No es su ramo
Δεν είναι στον τομέα του/της.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δείξει ότι κάποιος δεν κατανοεί ή δεν είναι ειδικός σε κάτι.
Ella trabaja en el ramo de la educación.
Αυτή εργάζεται στον κλάδο της εκπαίδευσης.
El nuevo libro cubre varias ramas del conocimiento.
Το νέο βιβλίο καλύπτει πολλές κλάδους της γνώσης.
Η λέξη ramo προέρχεται από το λατινικό "ramus", που σημαίνει επίσης κλαδί.
Συνώνυμα: - brazos (βραχίονες) - sector (τομέας)
Αντώνυμα: - tronco (κορμός) - base (βάση)
Αυτές οι λέξεις μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το πλαίσιο και τη χρήση τους, αλλά παρέχουν παραρτήματα.
Αυτή η δομή περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με τη λέξη ramo.