Η λέξη "rampa" είναι ουσιαστικό.
/rɑmˈpa/
Η λέξη "rampa" αναφέρεται σε μια κεκλιμένη επιφάνεια ή δομή που διευκολύνει την κίνηση προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Χρησιμοποιείται συχνά σε διαφορους τομείς όπως η αρχιτεκτονική, η μηχανική και η ιατρική. Η λέξη έχει μια μέτρια συχνότητα χρήσης, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινή σε τεχνικά και ιατρικά κείμενα.
Η ράμπα του κτηρίου επιτρέπει την πρόσβαση σε άτομα με αναπηρίες.
Para cargar la mercancía, usamos la rampa del camión.
Η λέξη "rampa" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
"Είναι στην ράμπα εκτόξευσης για την νέα του ταινία."
"Tomar la rampa" - Αυτό αναφέρεται στην ιδέα της προόδου ή βελτίωσης σε μια κατάσταση.
"Μετά από πολλές προσπάθειες, τελικά πήρα την ράμπα στην καριέρα μου."
"Ir en una rampa descendente" - Ίσως αναφέρεται σε μια πτώση ή δυσκολία σε μια κατάσταση.
Η λέξη "rampa" προέρχεται από τη λατινική λέξη "rampam", που σημαίνει κεκλιμένη επιφάνεια ή ανηφόρα.
Συνώνυμα: - Κλίση - Πλαγιά
Αντώνυμα: - Οριζόντια επιφάνεια - Σταθερή βάση
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη χρήση και τη σημασία της λέξης "rampa" στους τομείς που αναφέρατε.