Η λέξη "rana" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ˈrana/
Η λέξη "rana" αναφέρεται σε ένα αμφίβιο ζώο που ανήκει στην οικογένεια των βατράχων. Είναι γνωστό για την ικανότητά του να ζει σε νερό και στη στεριά, και οι βάτραχοι είναι αναγνωρίσιμοι για το χαρακτηριστικό χρώμα και τα μακριά πόδια τους, τα οποία τους επιτρέπουν να πηδούν. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με τη φύση ή τη βιολογία.
Ο βάτραχος πηδά πάνω στα φύλλα.
El sonido de la rana se escucha en el estanque.
Η λέξη "rana" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
"Να είσαι σαν έναν βάτραχο σε μια βρύση." (Να είσαι σε μια κλειστή και περιορισμένη κατάσταση.)
"Matar dos pájaros de un tiro, como una rana."
"Να σκοτώνεις δύο πουλιά με μια βολή, σαν βάτραχος." (Να ολοκληρώνεις δύο πράγματα ταυτόχρονα.)
"Es una rana en el agua."
Η λέξη "rana" προέρχεται από τη λατινική λέξη "rana", που είχε και την ίδια σημασία. Η ρίζα της μπορεί να ανιχνευτεί σε παλαιότερες γλώσσες που σχετίζονται με λειτουργίες στις οποίες τα αμφίβια προσφέρονταν σε τροφή ή αναφέρονταν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Αυτή είναι μια συνοπτική παρουσίαση της λέξης "rana" στα Ισπανικά, υπογραμμίζοντας τη σημασία και τη χρήση της.