Η λέξη "rancio" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει ένα κρασί που έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά που προέρχονται από την παρατεταμένη διαδικασία οξείδωσης. Χρησιμοποιείται επίσης μεταφορικά για να αναφερθεί σε κάτι που είναι ξεπερασμένο, ενοχλητικό ή έχει χάσει την αρχική του φρεσκάδα. Στην ισπανική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και η χρήση της σε πιο τεχνικά ή γαστρονομικά κείμενα είναι πιο συχνή.
El vino rancio tiene un sabor muy particular.
(Το ξεκούραστο κρασί έχει μια πολύ ιδιαίτερη γεύση.)
No aguanto su actitud rancia.
(Δεν μπορώ να αντέξω τη ενοχλητική του στάση.)
Η λέξη "rancio" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Cruzarse con algo rancio.
(Να συναντήσεις κάτι ενοχλητικό.)
Η συνάντηση με τέτοιες καταστάσεις μπορεί να είναι αποκαρδιωτική.
Tener ideas rancias.
(Να έχεις ξεπερασμένες ιδέες.)
Οι ξεπερασμένες ιδέες δεν συμβάλλουν στην πρόοδο της συζήτησης.
Un comportamiento rancio.
(Μια ενοχλητική συμπεριφορά.)
Η ενοχλητική συμπεριφορά του τον έκανε ανεπιθύμητο στην παρέα.
Hablar de forma rancia.
(Να μιλάς με ένα ξεπερασμένο ύφος.)
Ο τρόπος που μιλούσε ήταν παρωχημένος και δεν προσηλύτισε κανέναν.
Η λέξη "rancio" προέρχεται από το Λατινικό "rancidus", το οποίο σημαίνει "παλιό" ή "ενοχλητικό". Η προέλευση του όρου σχετίζεται με τις ιδιότητες της οξείδωσης που επιδρούν κυρίως σε προϊόντα όπως τα κρασιά και λιπαρές ουσίες.
pasado (ξεπερασμένο)
Αντώνυμα: