Ρήμα (επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό).
/rango/
Η λέξη "rango" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει την κατηγορία, το επίπεδο ή την κλίμακα σε κάποιον τομέα. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικούς, στρατιωτικούς, ή επαγγελματικούς τομείς για να προσδιορίσει τη θέση ή το status ενός ατόμου ή αντικειμένου. Η χρήση είναι συχνή και στα δύο, προφορικό και γραπτό λόγο.
El rango de colores en esta paleta es impresionante.
(Η κλίμακα των χρωμάτων σε αυτή την παλέτα είναι εντυπωσιακή.)
En el ejército, el rango de un soldado determina sus responsabilidades.
(Στον στρατό, το επίπεδο ενός στρατιώτη καθορίζει τις ευθύνες του.)
Debemos considerar el rango de precios antes de tomar una decisión.
(Πρέπει να λάβουμε υπόψη την κλίμακα τιμών προτού πάρουμε μια απόφαση.)
Estar fuera de rango
(Να είσαι εκτός ορίων)
Significa no cumplir con los estándares o requisitos aceptables.
(Σημαίνει να μην πληροίς τα αποδεκτά πρότυπα ή απαιτήσεις.)
Bajar de rango
(Να πέσεις σε επίπεδο)
Se refiere a perder estatus o importancia en un contexto determinado.
(Αναφέρεται στην απώλεια στάτους ή σημασίας σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.)
Aumentar el rango
(Να αυξήσεις το επίπεδο)
Implica mejorar tu posición o condición en cualquier ámbito.
(Υποδηλώνει τη βελτίωση της θέσης ή κατάστασης σε οποιοδήποτε τομέα.)
Rango de acción
(Εύρος δράσης)
Se refiere a los límites dentro de los cuales se puede actuar.
(Αναφέρεται στα όρια εντός των οποίων μπορείς να ενεργήσεις.)
Η λέξη "rango" προέρχεται από το γαλλικό "rang", που σημαίνει σειρά ή θέση, και έχει τη ρίζα της στο λατινικό "rangus", που επίσης σημαίνει σειρά.
Συνώνυμα: - nivel (επίπεδο) - categoría (κατηγορία) - estatus (στάτους)
Αντώνυμα: - desorden (αταξία) - caos (χάος) - inestabilidad (αστάθεια)