Το "raptar" είναι ένα ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "raptar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /rapˈtaɾ/.
Το "raptar" σημαίνει συνήθως την πράξη της αρπαγής ή απαγωγής ενός ατόμου ή αντικειμένου, συχνά με βίαιο ή παράνομο τρόπο. Χρησιμοποιείται σε νομικές και γενικές περιστάσεις, όπου αναφέρεται σε περιστατικά εγκληματικότητας. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ειδικά σε ειδήσεις που αφορούν εγκλήματα ή αστυνομικές υποθέσεις. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
El niño fue raptado cuando salía de la escuela.
Το παιδί απήχθη όταν έβγαινε από το σχολείο.
La policía está investigando el caso de un empresario raptado.
Η αστυνομία διερευνά την υπόθεση ενός απαγωγέως επιχειρηματία.
Se dice que el famoso cantante fue raptado por un grupo de fanáticos extremos.
Λέγεται ότι ο διάσημος τραγουδιστής απήχθη από μια ομάδα ακραίων θαυμαστών.
Raptar el corazón
Αναφέρεται σε κάποιον που κερδίζει την καρδιά κάποιου άλλου με μαγευτικό ή εντυπωσιακό τρόπο.
Ejemplo: Esa canción ha raptado el corazón de muchos oyentes.
Αυτό το τραγούδι έχει κερδίσει την καρδιά πολλών ακουστών.
Raptar la atención
Σημαίνει να τραβήξει την προσοχή κάποιου.
Ejemplo: El espectáculo raptó la atención de todos los asistentes.
Η παράσταση τράβηξε την προσοχή όλων των παρευρισκομένων.
Raptar a alguien para negociar
Σημαίνει να απαγάγεις κάποιον με σκοπό να διαπραγματευτείς.
Ejemplo: La mafia decidió raptar a un ejecutivo para negociar un rescate.
Η μαφία αποφάσισε να απαγάγει έναν εκτελεστικό διευθυντή για να διαπραγματευτεί μια λύση.
Η λέξη "raptar" προέρχεται από το λατινικό "raptare", το οποίο σημαίνει "να αρπάξει" ή "να απαγάγει", με τη ρίζα "rap-", που σχετίζεται με την ιδέα της βίας στην αρπαγή.
Συνώνυμα: - Abductor (απαγωγέας) - Secuestrar (απαγωγή) - Arrebatar (να αρπάξει)
Αντώνυμα: - Dejar (να αφήσει) - Liberar (να απελευθερώσει) - Compartir (να μοιραστεί)