Η λέξη "raqueta" είναι ουσιαστικό.
/raˈketa/
"raqueta" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "ρακέτα".
Η λέξη "raqueta" αναφέρεται σε ένα αθλητικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για να χτυπήσει μπάλες σε αθλήματα όπως το τένις, το μπάντμιντον ή το ρακέτα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των σπορ και είναι κοινή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La raqueta de tenis que compré es muy ligera.
(Η ρακέτα τένις που αγόρασα είναι πολύ ελαφριά.)
Necesito una nueva raqueta para jugar al pádel.
(Χρειάζομαι μια καινούργια ρακέτα για να παίξω pádel.)
El entrenador me dijo que debería cambiar la raqueta.
(Ο προπονητής μου είπε ότι θα έπρεπε να αλλάξω τη ρακέτα.)
Η λέξη "raqueta" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατανοητά σε κάποιες εκφράσεις σχετικά με τον αθλητισμό ή τη δραστηριότητα:
Hacer raqueta.
(Να προκαλείς θόρυβο ή αναστάτωση.)
Είχαμε μια μεγάλη διαφωνία, ¡hice mucha raqueta! (Είχαμε μια μεγάλη αναστάτωση!)
Raqueta de crisis.
(Αναφέρεται σε ένα φαινόμενο όπου οι προπονητές ή οι αθλητές αντιμετωπίζουν πιέσεις.)
El equipo está en una raqueta de crisis y necesita motivación. (Η ομάδα βρίσκεται σε κρίση και χρειάζεται κίνητρο.)
Η λέξη "raqueta" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "raquette", που σημαίνει ρακέτα, και έχει τις ρίζες της σε διαφορετικές γλώσσες ως αναφορά στο αθλητικό εργαλείο.
Συνώνυμα:
- Paleta (κυρίως σε αθλήματα όπως το μπάντμιντον).
- Raqueta de tenis (ειδικά για το τένις).
Αντώνυμα:
Η λέξη "raqueta" δεν έχει άμεσα αντώνυμα, αλλά μπορεί να αντιπαρατεθεί με απουσία αθλητικού εξοπλισμού, όπως "χέρι" όταν επρόκειτο για αθλητικά παιχνίδια χωρίς εργαλείο.