Η λέξη "rareza" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [raˈɾeθa] (σε ισπανική προφορά, με την προφορά του "z" ως "θ" σε κάποιες περιοχές της Ισπανίας).
Η "rareza" αναφέρεται στη σπανιότητα ή την ιδιαιτερότητα κάποιου πράγματος ή φαινόμενου. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που είναι ασυνήθιστο ή δεν συμβαίνει συχνά. Η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτές περιγραφές ή επιστημονικά κείμενα.
La rareza de esta especie de planta la hace muy valiosa.
(Η σπανιότητα αυτού του είδους φυτού την καθιστά πολύ πολύτιμη.)
La rareza de su comportamiento nos sorprendió a todos.
(Η ιδιαιτερότητα της συμπεριφοράς του μας εξέπληξε όλους.)
En la colección hay una rareza que nadie había visto antes.
(Στη συλλογή υπάρχει μια σπανιότητα που κανείς δεν είχε δει πριν.)
Η λέξη "rareza" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"No hay rareza que no se vea."
(Δεν υπάρχει σπανιότητα που να μην μπορεί να παρατηρηθεί.)
"Lo raro no siempre es una rareza."
(Το παράξενο δεν είναι πάντα μια σπανιότητα.)
"La rareza se vuelve común con el tiempo."
(Η σπανιότητα γίνεται συνηθισμένη με τον καιρό.)
"En el mundo del arte, cada rareza tiene su valor."
(Στον κόσμο της τέχνης, κάθε σπανιότητα έχει την αξία της.)
"Entre tanto ruido, la rareza de una idea brillante destaca."
(Μέσα σε τόσες φωνές, η σπανιότητα μιας λαμπρής ιδέας ξεχωρίζει.)
Η λέξη "rareza" προέρχεται από τη λατινική λέξη "raritas", που σημαίνει "σπανιότητα", η οποία είναι παράγωγο του "rarus", που σημαίνει "σπάνιος" ή "απλός".
Συνώνυμα: - Sabanidad - Exotismo - Particularidad
Αντώνυμα: - Común - Abundancia - Frecuencia