Το "raro" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "raro" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [ˈra.ɾo].
Η λέξη "raro" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι σπάνιο, ασυνήθιστο ή περίεργο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνά εμφανές σε καθημερινές συνομιλίες.
Παραδείγματα προτάσεων: 1. El evento fue raro y nadie sabía qué esperar. - Το γεγονός ήταν σπάνιο και κανείς δεν ήξερε τι να περιμένει.
Στα Ισπανικά, η λέξη "raro" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
Παραδείγματα: 1. Es raro que no me llame. - Είναι σπάνιο να μην με καλέσει.
Αυτό που έκανε ήταν κάτι αλλόκοτο.
Ese tipo de música es raro para mí.
Αυτό το είδος μουσικής είναι σπάνιο για μένα.
Hay algo raro en su comportamiento.
Υπάρχει κάτι περίεργο στη συμπεριφορά του.
Raro es que no se haya dado cuenta.
Η λέξη "raro" προέρχεται από το λατινικό "rarus", που σημαίνει σπάνιος ή λεπτός.
Συνώνυμα: - extraño - inusual - singular
Αντώνυμα: - común - normal - habitual