raro - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

raro (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "raro" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "raro" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι [ˈra.ɾo].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "raro" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι σπάνιο, ασυνήθιστο ή περίεργο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνά εμφανές σε καθημερινές συνομιλίες.

Παραδείγματα προτάσεων: 1. El evento fue raro y nadie sabía qué esperar. - Το γεγονός ήταν σπάνιο και κανείς δεν ήξερε τι να περιμένει.

  1. Siempre encuentro cosas raras en el mercado.
  2. Πάντα βρίσκω σπάνια πράγματα στην αγορά.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στα Ισπανικά, η λέξη "raro" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.

Παραδείγματα: 1. Es raro que no me llame. - Είναι σπάνιο να μην με καλέσει.

  1. Lo que hizo fue algo raro.
  2. Αυτό που έκανε ήταν κάτι αλλόκοτο.

  3. Ese tipo de música es raro para mí.

  4. Αυτό το είδος μουσικής είναι σπάνιο για μένα.

  5. Hay algo raro en su comportamiento.

  6. Υπάρχει κάτι περίεργο στη συμπεριφορά του.

  7. Raro es que no se haya dado cuenta.

  8. Σπάνιο είναι να μην το έχει καταλάβει.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "raro" προέρχεται από το λατινικό "rarus", που σημαίνει σπάνιος ή λεπτός.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - extraño - inusual - singular

Αντώνυμα: - común - normal - habitual



22-07-2024