rasar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

rasar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/raˈsaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "rasar" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη του να ισοπεδώνεις ή να καταστρέφεις κάτι, συνήθως μια κατασκευή ή κάτι που έχει ήδη γίνει. Σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιείται σε στρατιωτικά συμφραζόμενα αλλά και σε καθημερινές περιστάσεις. Στη γλώσσα των Ισπανών, είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε τεχνικά ή στρατιωτικά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El ejército decidió rajar el edificio para evitar su uso por el enemigo.
  2. Ο στρατός αποφάσισε να ισοπεδώσει το κτίριο για να αποφύγει τη χρήση του από τον εχθρό.

  3. La tormenta rasó la playa, dejando solo rocas a la vista.

  4. Η καταιγίδα ισοπέδωσε την παραλία, αφήνοντας μόνο πέτρες προς τα έξω.

Ιδιώματα και εκφράσεις

Η λέξη "rasar" μπορεί να ενσωματωθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Rasar la tierra: χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ολοκληρωτική καταστροφή ενός τόπου.
  2. La guerra rasó la tierra de muchos pueblos.
  3. Ο πόλεμος ισοπέδωσε τη γη πολλών χωριών.

  4. Rasarse contra la adversidad: σημαίνει να ξεπερνάς τις δυσκολίες.

  5. A pesar de los problemas, siempre se rasará contra la adversidad con determinación.
  6. Παρά τα προβλήματα, πάντα θα ξεπερνά τις δυσκολίες με αποφασιστικότητα.

  7. Rasando el abismo: αναφέρεται σε καταστάσεις στα όρια της καταστροφής ή της κρίσης.

  8. El equipo estuvo rasando el abismo antes de recibir el refuerzo necesario.
  9. Η ομάδα βρισκόταν στα όρια της καταστροφής πριν λάβει την αναγκαία ενίσχυση.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "rasar" προέρχεται από το λατινικό "rasare", που σημαίνει «ξύνω» ή «καθαρίζω», σχετιζόμενη με την έννοια της αποκατάστασης μιας επιφάνειας ή της καταστροφής.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024