Ρήμα
/raˈsaɾ/
Η λέξη "rasar" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη του να ισοπεδώνεις ή να καταστρέφεις κάτι, συνήθως μια κατασκευή ή κάτι που έχει ήδη γίνει. Σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιείται σε στρατιωτικά συμφραζόμενα αλλά και σε καθημερινές περιστάσεις. Στη γλώσσα των Ισπανών, είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε τεχνικά ή στρατιωτικά κείμενα.
Ο στρατός αποφάσισε να ισοπεδώσει το κτίριο για να αποφύγει τη χρήση του από τον εχθρό.
La tormenta rasó la playa, dejando solo rocas a la vista.
Η λέξη "rasar" μπορεί να ενσωματωθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ο πόλεμος ισοπέδωσε τη γη πολλών χωριών.
Rasarse contra la adversidad: σημαίνει να ξεπερνάς τις δυσκολίες.
Παρά τα προβλήματα, πάντα θα ξεπερνά τις δυσκολίες με αποφασιστικότητα.
Rasando el abismo: αναφέρεται σε καταστάσεις στα όρια της καταστροφής ή της κρίσης.
Η λέξη "rasar" προέρχεται από το λατινικό "rasare", που σημαίνει «ξύνω» ή «καθαρίζω», σχετιζόμενη με την έννοια της αποκατάστασης μιας επιφάνειας ή της καταστροφής.