Μέρος του λόγου: ρήμα
Φωνητική μεταγραφή: reβalˈsaɾse
Χρήση στα Ισπανικά: Το ρήμα "rebalsarse" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να δηλώσει το να αντισταθεί κάποιος ή να εξεγερθεί κατά κάτι.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Los estudiantes se rebalsaron contra las nuevas reglas de la escuela. 2. Es importante no rebalsarse ante la injusticia.
Ετυμολογία: Η λέξη "rebalsarse" προέρχεται από το ρήμα "rebelarse", που σημαίνει "εξεγείρομαι" ή "επαναστατώ".
Συνώνυμα: sublevarse, resistirse, oponerse
Αντώνυμα: someterse, conformarse