Το "rebasar" είναι ρήμα.
/ reˈβasar /
Η λέξη "rebasar" σημαίνει "να ξεπερνώ" ή "να αναθεωρώ". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του να πηγαίνεις πέρα από ένα όριο, είτε αυτό είναι φυσικό είτε μεταφορικό. Είναι μια λέξη που συναντάται σε διάφορα συμφραζόμενα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ίση συχνότητα.
Ellos necesitan rebasar sus límites para lograr el éxito.
(Χρειάζονται να ξεπεράσουν τα όριά τους για να πετύχουν.)
El profesor decidió rebasar el contenido de la clase para hacerlo más interesante.
(Ο καθηγητής αποφάσισε να αναθεωρήσει το περιεχόμενο της τάξης για να το κάνει πιο ενδιαφέρον.)
Η λέξη "rebasar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
No debes rebasar la línea del respeto en una discusión.
(Δεν πρέπει να ξεπερνάς τα όρια του σεβασμού σε μια συζήτηση.)
Rebasar las expectativas
(Ξεπερνώ τις προσδοκίες)
El producto rebasó las expectativas de los consumidores.
(Το προϊόν ξεπέρασε τις προσδοκίες των καταναλωτών.)
Rebasar un récord
(Ξεπερνώ ένα ρεκόρ)
Η λέξη "rebasar" προέρχεται από το πρόθεμα "re-" που δηλώνει επανάληψη ή επαναφορά και από το ρήμα "basar", που έχει ρίζα την ισπανική λέξη "base", που σημαίνει "βάση".
Συνώνυμα: - exceder - sobrepasar - rebasar
Αντώνυμα: - disminuir - reducir - limitar
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν έναν πλήρη οδηγό για το "rebasar", καλύπτοντας τη σημασία, τη χρήση και τις εκφράσεις που σχετίζονται με τη λέξη.