Η λέξη "rebelde" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): /reˈβel.de/
Η λέξη "rebelde" αναφέρεται σε άτομο που αντιτάσσεται στην εξουσία ή στους κανόνες, συχνά συμμετέχοντας σε ένοπλες ή πολιτικές αντιφάσεις. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με συχνότητα που μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο. Συνήθως, η λέξη μηχανιστικά περιγράφει ανθρώπους ή ομάδες που επιδιώκουν κοινωνικές ή πολιτικές αλλαγές.
Los jóvenes suelen ser rebeldes en su búsqueda de identidad.
(Οι νέοι συνήθως είναι επαναστάτες στην αναζήτηση της ταυτότητάς τους.)
Fue un rebelde que luchó por la libertad de su país.
(Ήταν ένας επαναστάτης που πάλεψε για την ελευθερία της χώρας του.)
El rebelde se unió a un grupo de resistencia.
(Ο ανυπότακτος εντάχθηκε σε μια ομάδα αντίστασης.)
Η λέξη "rebelde" χρησιμοποιείται ενίοτε σε ιδιωματικές εκφράσεις συνδέοντας την με την αντίσταση ή την ανυπακοή.
Tener un corazón rebelde.
(Να έχεις μια ανυπότακτη καρδιά.)
(Αναφέρεται σε άτομο που δεν συμβιβάζεται εύκολα.)
Ser un espíritu rebelde.
(Να είσαι ένα επαναστατικό πνεύμα.)
(Υποδηλώνει τη φυσική τάση για ενέργεια κατά νόμων ή κανόνων.)
Luchar contra lo establecido como un rebelde.
(Να αγωνίζεσαι ενάντια σε αυτό που έχει εδραιωθεί ως επαναστάτης.)
(Δηλώνει τη δράση κατά των κοινωνικών ή πολιτικών κανόνων.)
Enfrentar la adversidad con un carácter rebelde.
(Να αντιμετωπίζεις την αντιξοότητα με ανυπότακτο χαρακτήρα.)
(Δηλώνει αντίσταση σε δύσκολες καταστάσεις.)
Η λέξη "rebelde" προέρχεται από το λατινικό "rebellis", το οποίο σημαίνει "αυτός που επαναστατεί", και συνδυάζεται με το πρόθεμα "re-" που έχει την έννοια της αντίθεσης ή επιστροφής.
desobediente (ανυπότακτος)
Αντώνυμα: