Ρήμα
/reβu̟sˈkaɾ/
Η λέξη "rebuscar" χρησιμοποιείται στη γλωσσική επικοινωνία για να περιγράψει τη διαδικασία της αναζήτησης ή της ερεύνης σε βάθος. Συχνά υποδηλώνει την προσπάθεια να βρει κανείς κάτι που είναι κρυμμένο ή δεν είναι εύκολα προσβάσιμο. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πιο γενικούς ή αφηρημένους όρους. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, παρόλο που μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα.
Παραδειγματικές προτάσεις: - Estoy rebuscando en la caja para encontrar mi reloj. Ψάχνω στο κουτί για να βρω το ρολόι μου.
Αν και η λέξη "rebuscar" δεν είναι πάντα παρούσα σε πολύ γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, χρησιμοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις για να περιγράψει συγκεκριμένες καταστάσεις:
"Tuve que rebuscar entre las cosas para encontrar el documento importante." Έπρεπε να ψάξω ανάμεσα στα πράγματα για να βρω το σημαντικό έγγραφο.
Rebuscar la verdad
"El periodista tiene que rebuscar la verdad detrás de cada historia." Ο δημοσιογράφος πρέπει να αναζητήσει την αλήθεια πίσω από κάθε ιστορία.
Rebuscar en el pasado
Η λέξη "rebuscar" προέρχεται από την προθε-pre (ξανά) και το ρήμα "buscar," που σημαίνει "να ψάχνω." Συνολικά υποδεικνύει την έννοια της επανεξέτασης ή της επαναλαμβανόμενης αναζήτησης.
Συνώνυμα: - Buscar - Indagar - Investigar
Αντώνυμα: - Encontrar - Ignorar - Pasar por alto