Το "recabar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "recabar" είναι /rekaˈβaɾ/.
Το "recabar" σημαίνει τη διαδικασία της συλλογής ή συγκέντρωσης πληροφοριών, δεδομένων ή πόρων. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή διοικητικά πλαίσια όπως και σε γενικές συζητήσεις. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Είναι απαραίτητο να συλλέξουμε πληροφορίες πριν πάρουμε μια απόφαση.
La policía intenta recabar pruebas del crimen.
Το "recabar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα, συνήθως σε επίσημα ή διοικητικά πλαίσια.
Συλλέγω χρήματα για έναν σκοπό.
Recabar opiniones de los ciudadanos.
Συλλέγω απόψεις από τους πολίτες.
Recabar datos estadísticos.
Συγκεντρώνω στατιστικά δεδομένα.
Recabar testimonios de testigos.
Συλλέγω καταθέσεις από μάρτυρες.
Es importante recabar apoyo de la comunidad.
Είναι σημαντικό να συγκεντρώσουμε υποστήριξη από την κοινότητα.
Recabar información sobre el mercado.
Η λέξη "recabar" προέρχεται από τη σύνθεση της προθέσεως "re-" (πισω) και του ρήματος "cabar" (να μαζεύω ή να συγκεντρώνω), υποδηλώνοντας την έννοια της ανακάλυψης ή ανάκτησης.