Η λέξη "recaer" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να δηλώσει την επανάληψη μιας δράσης ή την επαναφορά σε μία κατάσταση. Συνήθως χρησιμοποιείται στον γραπτό και προφορικό λόγο.
Παραδειγματικές Προτάσεις
Después de tanto esfuerzo, volvió a recaer en sus malos hábitos.
Si vuelves a recaer en el mismo error, será difícil enmendarlo.
Ετυμολογία
Η λέξη "recaer" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "recadere", που σημαίνει "να πέσει πάλι".