Η λέξη "recaída" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /re.kaˈiða/
Η λέξη "recaída" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την υποτροπή ή την επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση, συνήθως αναφερόμενη σε ασθένειες, εθισμούς ή ψυχολογικές καταστάσεις. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στις νομικές, ιατρικές και ψυχολογικές συζητήσεις. Η χρήση της είναι πιο έντονη σε γραπτά κείμενα.
Μετά από αρκετούς μήνες ανάρρωσης, ο ασθενής υπέστη υποτροπή.
La recaída en su adicción fue un golpe duro para su familia.
Η λέξη "recaída" στις Ισπανικές γλώσσες συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που σχετίζονται με αποτυχημένες προσπάθειες αποχής από κακές συνήθειες ή παλιές καταστάσεις:
Η υποτροπή είναι μέρος της διαδικασίας ανάρρωσης.
No desanimes, una recaída no define tu lucha.
Μην απογοητεύεσαι, μια υποτροπή δεν καθορίζει τον αγώνα σου.
Aprender de una recaída puede ser muy valioso.
Η εκμάθηση από μια υποτροπή μπορεί να είναι πολύτιμη.
La recaída a veces puede ser una oportunidad para crecer.
Η λέξη "recaída" προέρχεται από το ρήμα "recaer", το οποίο σημαίνει "να επιστρέφει ή να επαναλαμβάνει". Είναι σύνθετη λέξη που αποτελείται από το πρόθεμα "re-" (που σημαίνει "πίσω") και την ρίζα "caer" (που σημαίνει "πέφτω").
Συνώνυμα: - Subida - Reaparición (επαναεμφάνιση)
Αντώνυμα: - Recuperación (ανάρρωση) - Progreso (πρόοδος)