Η λέξη "recalar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /reˈkal̪aɾ/
Η λέξη "recalar" σημαίνει να αναφερθεί κάποιος κάτι ξανά, να υπογραμμίσει ή να επιστήσει την προσοχή σε ένα συγκεκριμένο θέμα. Χρησιμοποιείται σε διάφορες περιπτώσεις, συνήθως όταν θέλουμε να τονίσουμε κάτι που έχει ήδη συζητηθεί ή κατανοηθεί.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά καλή, και χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο.
Είναι σημαντικό να επισημάνουμε τη σημασία της χρονικότητας.
Quiero recalcar que debemos trabajar en equipo.
Η λέξη "recalar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Es frustrante recalcar sobre el mismo tema y no recibir respuestas.
Recalar lo evidente.
A veces es necesario recalcar lo evidente para que todos lo entiendan.
Recalar la necesidad de actuar.
Η λέξη "recalar" προέρχεται από το προθετικό "re-" που σημαίνει "ξανά" και τη ρίζα "calar", που σημαίνει "να εισχωρεί" ή "να επηρεάζει". Έτσι, η ετυμολογία της δηλώνει την έννοια του να "είναι εντυπωμένο ξανά" ή να "επισημαίνεται ξανά".
Συνώνυμα: - Enfatizar (έμφαση) - Reiterar (επανάληψη)
Αντώνυμα: - Ignorar (αγνοώ) - Olvidar (ξεχνάω)