recapacitar: ρήμα
Φωνητική μεταγραφή: [re.ka.pa.siˈtaɾ]
Η λέξη recapacitar χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει τη διαδικασία αναθεώρησης ή επαναξιολόγησης μιας άποψης, σκέψης ή απόφασης. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της διαχείρισης, της ψυχολογίας ή των νομικών θεμάτων. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και μπορεί να συναντηθεί σε γραπτές και προφορικές επικοινωνίες, συχνά σε επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
Χρειαζόμαστε να επανακαθορίσουμε τις αποφάσεις μας πριν ενεργήσουμε.
Es importante recapacitar y considerar todas las opciones disponibles.
Η επαναξιολόγηση σε ήρεμες στιγμές είναι θεμελιώδης για να πάρουμε πιο σωστές αποφάσεις.
Después de recapacitar, decidí aceptar la oferta de trabajo.
Μετά την επαναξιολόγηση, αποφάσισα να αποδεχτώ την προσφορά εργασίας.
A veces, es necesario parar y recapacitar sobre lo que realmente queremos.
Μερικές φορές, είναι απαραίτητο να σταματήσουμε και να επανακαθορίσουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε.
Si no recapacitas, podrías arrepentirte de tus acciones.
Η λέξη recapacitar προέρχεται από το πρόθεμα "re-" που υποδηλώνει επανάληψη ή επιστροφή και το ρήμα "capacitar" που σημαίνει "να εκπαιδεύσω" ή "να ετοιμάσω". Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "να εκπαιδεύσω ξανά" ή "να επαναξιολογήσω".
Συνώνυμα: - reconsiderar (αναθεωρώ) - reevaluar (επανεκτιμώ) - repensar (ξανασκέφτομαι)
Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - desestimar (παραμελώ) - rechazar (απορρίπτω)