recapacitar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

recapacitar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

recapacitar: ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [re.ka.pa.siˈtaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη recapacitar χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει τη διαδικασία αναθεώρησης ή επαναξιολόγησης μιας άποψης, σκέψης ή απόφασης. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της διαχείρισης, της ψυχολογίας ή των νομικών θεμάτων. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και μπορεί να συναντηθεί σε γραπτές και προφορικές επικοινωνίες, συχνά σε επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Necesitamos recapacitar sobre nuestras decisiones antes de actuar.
  2. Χρειαζόμαστε να επανακαθορίσουμε τις αποφάσεις μας πριν ενεργήσουμε.

  3. Es importante recapacitar y considerar todas las opciones disponibles.

  4. Είναι σημαντικό να αναθεωρήσουμε και να εξετάσουμε όλες τις διαθέσιμες επιλογές.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη

  1. Recapacitar en frío es fundamental para tomar decisiones más acertadas.
  2. Η επαναξιολόγηση σε ήρεμες στιγμές είναι θεμελιώδης για να πάρουμε πιο σωστές αποφάσεις.

  3. Después de recapacitar, decidí aceptar la oferta de trabajo.

  4. Μετά την επαναξιολόγηση, αποφάσισα να αποδεχτώ την προσφορά εργασίας.

  5. A veces, es necesario parar y recapacitar sobre lo que realmente queremos.

  6. Μερικές φορές, είναι απαραίτητο να σταματήσουμε και να επανακαθορίσουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε.

  7. Si no recapacitas, podrías arrepentirte de tus acciones.

  8. Αν δεν επαναξιολογήσεις, μπορεί να μετανιώσεις για τις ενέργειές σου.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη recapacitar προέρχεται από το πρόθεμα "re-" που υποδηλώνει επανάληψη ή επιστροφή και το ρήμα "capacitar" που σημαίνει "να εκπαιδεύσω" ή "να ετοιμάσω". Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "να εκπαιδεύσω ξανά" ή "να επαναξιολογήσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - reconsiderar (αναθεωρώ) - reevaluar (επανεκτιμώ) - repensar (ξανασκέφτομαι)

Αντώνυμα: - ignorar (αγνοώ) - desestimar (παραμελώ) - rechazar (απορρίπτω)



23-07-2024