Το "recato" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "recato" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /reˈka.to/.
Η λέξη "recato" σημαίνει την ποιότητα ή κατάσταση του να είναι κάποιος προσεκτικός ή διακριτικός, συχνά σε σχέση με τη συμπεριφορά ή την εικόνα του. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και επίσημο λόγο, ωστόσο μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, αν και όχι τόσο συχνά. Είναι σχετικά συχνή σε λογοτεχνικά και νομικά κείμενα.
El recato es una virtud importante en la vida de las personas.
(Η σύνεση είναι μια σημαντική αρετή στη ζωή των ανθρώπων.)
Su recato al hablar sobre el tema demuestra su sabiduría.
(Η διακριτικότητά του όταν μιλάει για το θέμα δείχνει τη σοφία του.)
Es necesario tener recato en situaciones delicadas.
(Είναι απαραίτητο να έχουμε σύνεση σε ευαίσθητες καταστάσεις.)
Η λέξη "recato" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
A falta de recato, no hay ganancia.
(Χωρίς σύνεση, δεν υπάρχει κέρδος.)
El recato en la vestimenta es apreciado en muchas culturas.
(Η σύνεση στο ντύσιμο εκτιμάται σε πολλές κουλτούρες.)
Todo tiene su tiempo y recato.
(Όλα έχουν τον χρόνο και τη σύνεση τους.)
Mucho recato en la vida puede llevar a la soledad.
(Πολύς διακριτικότητα στη ζωή μπορεί να οδηγήσει στη μοναξιά.)
El recato no significa debilidad.
(Η σύνεση δεν σημαίνει αδυναμία.)
Un poco de recato nunca viene mal.
(Λίγη σύνεση ποτέ δεν βλάπτει.)
Η λέξη "recato" προέρχεται από το λατινικό "recatum", που σημαίνει "ύπαρξη προς το κρυμμένο" ή "το κρυφό".
Συνώνυμα: - Decoro - Moderación - Prudencia
Αντώνυμα: - Desinhibición - Indiscreción - Desmesura