Ρήμα
/rekau̯ˈðaɾ/
Η λέξη "recaudar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της συλλογής ή της εισπράξης χρημάτων ή άλλων πόρων, συνήθως για έναν συγκεκριμένο σκοπό, όπως φόρους ή χρηματοδότηση έργων. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και νομικά συμφραζόμενα και είναι αρκετά συχνή στη γραπτή γλώσσα.
Η λέξη χρησιμοποιείται σχεδόν εξίσου στον προφορικό και τον γραπτό λόγο, αν και συναντάται συχνότερα σε επίσημα και οικονομικά κείμενα.
Η δημόσια διοίκηση χρειάζεται να συλλέξει περισσότερους φόρους για να χρηματοδοτήσει τις υπηρεσίες.
Es importante recaudar fondos para la investigación científica.
Είναι σημαντικό να μαζευτούν κεφάλαια για την επιστημονική έρευνα.
Recaudar donaciones es esencial para nuestra causa.
Η λέξη "recaudar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση και τη συλλογή πόρων.
Σημαίνει ότι συγκεντρώνουμε υποστήριξη ή στήριξη, συχνά σε σχέση με κοινωνικές ή πολιτικές πρωτοβουλίες.
Recaudar la cuota.
Αναφέρεται στην είσπραξη μιας συγκεκριμένης συνδρομής ή ποσού, όπως για συλλόγους ή οργανώσεις.
Recaudar recursos.
Σημαίνει τη διαδικασία συγκέντρωσης πόρων, συνήθως χρημάτων, για ένα συγκεκριμένο έργο ή ιδέα.
Recaudar la ayuda necesaria.
Η λέξη "recaudar" προέρχεται από το προσημασμένο λατινικό "re-" (η οποία υποδηλώνει επανάληψη ή ενίσχυση) και το "caudare", που σημαίνει "συλλέγω" ή "μαζεύω".
Συνώνυμα: - Cobrar (εισπράττω) - Obtener (αποκτώ) - Recoger (μαζεύω)
Αντώνυμα: - Dejar (αφήνω) - Perder (χάνω) - Gastar (δαπανώ)