recelar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

recelar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

[reθeˈlaɾ] ή [reθeˈlar] (ανάλογα με την προφορά της περιοχής, σε πολλές περιοχές της Ισπανίας προφέρεται με το φθόγγο /θ/)

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "recelar" χρησιμοποιείται για να εκφράσει την έννοια της επιφυλακτικότητας ή της αμφιβολίας σχετικά με κάποιον ή κάτι. Χρησιμοποιείται σε γενικά και νομικά συμφραζόμενα. Στις νομικές περιπτώσεις, μπορεί να αναφέρεται στην αμφισβήτηση της εγκυρότητας κάποιων στοιχείων ή καταστάσεων. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενος στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να αποδοθεί και σε προφορικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Ella recela de sus intenciones.
  2. Αυτή υποψιάζεται τις προθέσεις του.

  3. Es natural recelar de lo desconocido.

  4. Είναι φυσικό να αμφιβάλλεις για το άγνωστο.

  5. El juez empezó a recelar de las pruebas presentadas.

  6. Ο δικαστής άρχισε να αμφισβητεί τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "recelar"

  1. Recelar de alguien.
  2. Σημαίνει να αμφιβάλλει κανείς για την καλή πρόθεση κάποιου.
  3. Siempre recelo de aquellos que prometen demasiado.
  4. Πάντα αμφιβάλλω για αυτούς που υπόσχονται πάρα πολλά.

  5. Recelar a primera vista.

  6. Υποδηλώνει την τάση να νιώθεις επιφυλακτικότητα από την πρώτη επαφή.
  7. Recelé a primera vista de su oferta de trabajo.
  8. Υποψιάστηκα από την πρώτη στιγμή τη προσφορά εργασίας του.

  9. No hay que recelar sin motivo.

  10. Σημαίνει ότι δεν πρέπει να είσαι επιφυλακτικός χωρίς λόγο.
  11. No hay que recelar sin motivo; a veces las cosas son como parecen.
  12. Δεν πρέπει να είσαι επιφυλακτικός χωρίς λόγο· μερικές φορές τα πράγματα είναι όπως φαίνονται.

  13. Recelar de la gente nueva.

  14. Υποδηλώνει την τάση να είσαι επιφυλακτικός με τους καινούργιους ανθρώπους.
  15. Recelar de la gente nueva puede ser una defensa, pero también una barrera.
  16. Η επιφυλακτικότητα προς τους καινούργιους ανθρώπους μπορεί να είναι μια άμυνα, αλλά και ένα εμπόδιο.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "recelar" προέρχεται από το Λατινικό "recēlāre," που σημαίνει "να αποκαλύπτω κάτι κρυφό" και έχει τη ρίζα "celare," που σημαίνει "κρύβω."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - sospechar (υποψιάζομαι) - dudar (αμφιβάλλω) - desconfiar (να μην εμπιστεύομαι)

Αντώνυμα: - confiar (εμπιστεύομαι) - creer (πιστεύω)



23-07-2024