recelo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

recelo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "recelo" είναι ουσιαστικό (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "recelo" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι [reˈθelo] στην ισπανική προφορά της Ισπανίας και [reˈselo] στην προφορά της Λατινικής Αμερικής.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "recelo" αναφέρεται σε μια αίσθηση υποψίας, αμφιβολίας ή καχυποψίας που έχει κάποιος απέναντι σε κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την έλλειψη εμπιστοσύνης ή την αίσθηση ότι κάτι δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο. Στη γλώσσα των νόμων, μπορεί να παραπέμπει σε καχυποψία σχετικά με τις προθέσεις άλλων. Η τουλάχιστον σχετική συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή τόσο στον πρότυπο γραπτό λόγο όσο και στον προφορικό, ειδικά στο πλαίσιο διαλόγων και αφηγήσεων.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "El recelo que siente hacia sus compañeros de trabajo le impide colaborar."
    "Η καχυποψία που νιώθει προς τους συναδέλφους του στη δουλειά τον εμποδίζει να συνεργαστεί."

  2. "Siento recelo por la oferta que me hicieron."
    "Νιώθω αμφιβολία για την προσφορά που μου έκαναν."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "recelo" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:

  1. "Tener recelo de alguien."
    "Να έχεις καχυποψία για κάποιον."
    Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει αμφιβολίες ή δεν εμπιστεύεται ένα άτομο.

  2. "El recelo no deja ver la verdad."
    "Η καχυποψία δεν επιτρέπει να δούμε την αλήθεια."
    Σημαίνει ότι η επιφυλακτικότητα μπορεί να εμποδίσει την κατανόηση της πραγματικότητας.

  3. "Recelo de sus intenciones."
    "Καχυποψία ως προς τις προθέσεις του."
    Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αμφισβητεί τις προθέσεις άλλων.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "recelo" προέρχεται από το λατινικό "recellere", το οποίο σημαίνει "να επιστρέφω" ή "να απομονώνω", που υποδηλώνει την αίσθηση της απομάκρυνσης από την εμπιστοσύνη.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- desconfianza (έλλειψη εμπιστοσύνης)
- suspicacia (υποψία)

Αντώνυμα:
- confianza (εμπιστοσύνη)
- seguridad (ασφάλεια)

Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια λεπτομερή ανάλυση της λέξης "recelo" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.



22-07-2024