Η λέξη "receloso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι καχύποπτο ή έχει ζηλοτυπία. Συχνά, υποδηλώνει ότι κάποιος αισθάνεται αβεβαιότητα ή ανησυχία για τις προθέσεις άλλων, συνήθως σε σχέσεις ή σε περιπτώσεις όπου υπάρχει κάποια αλληλεπίδραση που μπορεί να απειλήσει τον ίδιο.
Η λέξη "receloso" είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα. Στην καθημερινή επικοινωνία, οι άνθρωποι συνήθως τη χρησιμοποιούν για να εκφράσουν συναισθήματα καχυποψίας ή ζήλειας.
El niño es muy receloso con los extraños.
(Το παιδί είναι πολύ ζηλιάρης/καχύποπτο με τους ξένους.)
Siempre fue receloso de las intenciones de su amigo.
(Πάντα ήταν καχύποπτος για τις προθέσεις του φίλου του.)
Su actitud recelosa la hizo dudar de los demás.
(Η ζηλιάρη στάση της την έκανε να αμφιβάλλει για τους άλλους.)
Η λέξη "receloso" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με ορισμένα περιβάλλοντα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Es receloso como un gato en un callejón.
(Είναι καχύποπτος όπως μια γάτα σε ένα σοκάκι.)
Ella siempre es recelosa al abrir su corazón.
(Αυτή είναι πάντα επιφυλακτική να ανοίξει την καρδιά της.)
Cuando se trata de dinero, es muy receloso.
(Όταν πρόκειται για χρήματα, είναι πολύ ζηλιάρης/καχύποπτος.)
Η "receloso" προέρχεται από το λατινικό "recelosus", το οποίο πηγάζει από το ρήμα "recelare", που σημαίνει "να κρύβει" ή "να προϋποθέτει".
Συνώνυμα: - celoso (ζηλιάρης) - desconfiado (καχύποπτος)
Αντώνυμα: - confiado (εμπιστευτικός) - seguro (σίγουρος)