receptivo - επίθετο
[reθep'tivo]
Η λέξη receptivo χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι ικανός να δέχεται ή να αποδέχεται κάτι, όπως ιδέες, πληροφορίες ή θεραπείες. Στα ιατρικά, αναφέρεται συχνά σε ασθενείς που είναι ανοιχτοί σε θεραπείες ή καινοτόμες μεθόδους. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά και σε προφορικό λόγο.
El paciente es receptivo a las nuevas terapias.
(Ο ασθενής είναι δεκτικός στις νέες θεραπείες.)
En un entorno colaborativo, ser receptivo a las opiniones ajenas es muy importante.
(Σε ένα συνεργατικό περιβάλλον, είναι πολύ σημαντικό να είσαι δεκτικός στις απόψεις των άλλων.)
Η λέξη receptivo δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε μερικές περιπτώσεις που σχετίζονται με την αποδοχή και την ανοιχτότητα.
Su mente receptiva le permite aprender rápidamente.
(Ο δεκτικός του νους του του επιτρέπει να μαθαίνει γρήγορα.)
Ella siempre ha sido receptiva a las críticas constructivas.
(Αυτή πάντα ήταν δεκτική στις εποικοδομητικές κριτικές.)
Un líder receptivo escucha a su equipo.
(Ένας δεκτικός ηγέτης ακούει την ομάδα του.)
Η λέξη receptivo προέρχεται από το λατινικό "receptivus", που σημαίνει «εκείνος που δέχεται», προερχόμενο από το ρήμα «recipere», που σημαίνει «να λαμβάνει» ή «να δέχεται».
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη παρουσίαση της λέξης receptivo στα ισπανικά, με έμφαση στους τομείς της γενικής και ιατρικής γλώσσας.