Το "receso" είναι ουσιαστικό.
/reˈθeso/ (ισπανικά), /rɛˈsɛsoʊ/ (αγγλικά)
Η λέξη "receso" αναφέρεται σε μια προσωρινή διακοπή ή διάλειμμα. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων νομικών, εκπαιδευτικών και γενικών καταστάσεων. Η συχνότητά της είναι μέτρια, καθώς χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ανάλογα με το συμφραζόμενο. Η λέξη συναντάται συχνά σε νομικά κείμενα ή και στις σχολικές ρυθμίσεις.
Η επιτροπή αποφάσισε να πάρει μια διακοπή τριάντα λεπτών.
Durante el receso, los estudiantes pueden salir al patio.
Κατά τη διάρκεια της διακοπής, οι μαθητές μπορούν να βγουν στην αυλή.
El abogado solicitó un receso para revisar las pruebas.
Η λέξη "receso" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με διακοπές ή παύσεις:
Το να κάνεις μια διακοπή στη δουλειά μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα.
El maestro anunció un receso inesperado debido a la lluvia.
Ο δάσκαλος ανέφερε μια απροσδόκητη διακοπή λόγω της βροχής.
En el receso, se discuten muchas ideas interesantes.
Στη διακοπή, συζητιούνται πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες.
El receso legislativo permite a los diputados reflexionar sobre las leyes.
Η νομοθετική διακοπή επιτρέπει στους βουλευτές να σκεφτούν σχετικά με τους νόμους.
El receso escolar es un momento esperado por todos los estudiantes.
Η λέξη "receso" προέρχεται από το λατινικό "recessus", που σημαίνει "πίσω, να υποχωρώ". Η έννοια αυτή έχει διατηρηθεί και στις σύγχρονες γλώσσες.
Συνώνυμα: - pausa (παύση) - descanso (διάλειμμα)
Αντώνυμα: - continuidad (συνέχεια) - actividad (δραστηριότητα)